cabas
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ka.bɑ
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
cabas
cabas
cabas
(fr)
αρσενικό
εύκαμπτο
καλάθι
όπου βάζουν
φρούτα
λείο καλάθι με δύο
χερούλια
, που το κρατούν στο μπράτσο για να μεταφέρουν τα
ψώνια
, το
ζεμπίλι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.