ζελατινώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζελατινώδης | η | ζελατινώδης | το | ζελατινώδες |
| γενική | του | ζελατινώδους | της | ζελατινώδους | του | ζελατινώδους |
| αιτιατική | τον | ζελατινώδη | τη | ζελατινώδη | το | ζελατινώδες |
| κλητική | ζελατινώδη(ς) | ζελατινώδης | ζελατινώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζελατινώδεις | οι | ζελατινώδεις | τα | ζελατινώδη |
| γενική | των | ζελατινωδών | των | ζελατινωδών | των | ζελατινωδών |
| αιτιατική | τους | ζελατινώδεις | τις | ζελατινώδεις | τα | ζελατινώδη |
| κλητική | ζελατινώδεις | ζελατινώδεις | ζελατινώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ζελατίνη
Μεταφράσεις
ζελατινώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.