προσρόφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσρόφηση | οι | προσροφήσεις |
| γενική | της | προσρόφησης* | των | προσροφήσεων |
| αιτιατική | την | προσρόφηση | τις | προσροφήσεις |
| κλητική | προσρόφηση | προσροφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσροφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προσρόφηση θηλυκό
Συνώνυμα
- εφίζηση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προσροφώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.