προσρόφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσρόφηση οι προσροφήσεις
      γενική της προσρόφησης* των προσροφήσεων
    αιτιατική την προσρόφηση τις προσροφήσεις
     κλητική προσρόφηση προσροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσρόφηση < προσροφώ, προσροφη- + -σις > -ση

Ουσιαστικό

προσρόφηση θηλυκό

  • (φυσική, χημεία) η ιδιότητα κάποιοων χημικών ουσιών να δεσμεύουν στην επιφάνειά τους κάποια άλλη ουσία

Συνώνυμα

  • εφίζηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.