αμυλόζη
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- αμυλόζη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αμυλόζη θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) πολυμερής υδατάνθρακας που συντίθεται από διακλαδούμενες αλυσίδες μονάδων γλυκόζης
Μεταφράσεις
αμυλόζη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.