ζαχαροδιαβήτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζαχαροδιαβήτης | οι | ζαχαροδιαβήτες |
| γενική | του | ζαχαροδιαβήτη | των | ζαχαροδιαβητών |
| αιτιατική | τον | ζαχαροδιαβήτη | τους | ζαχαροδιαβήτες |
| κλητική | ζαχαροδιαβήτη | ζαχαροδιαβήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /za.xa.ɾo.ðʝaˈvi.tis/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ζαχαροδιαβήτης
|
→ δείτε τη λέξη διαβήτης |
Αναφορές
- ζαχαροδιαβήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.