pli

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
pli plis

Προφορά

ΔΦΑ : /pli/
 
ομόηχα: plis (πληθυντικός) & οι ρηματικοί τύποι plie, plies, plient

Ουσιαστικό

pli (fr) αρσενικό

Παράγωγα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη plier

Πηγές



Εσπεράντο (eo)

Επίρρημα

pli (eo)

Εκφράσεις

  • pli malpli: πάνω κάτω
    ĝi daŭros pli malpli ses monatojn, θα διαρκέσει πάνω κάτω έξι μήνες
  • pli da: περισσότεροι/ες/α
    por pli da informoj, bonvolu mesaĝi al..., για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα σε...

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.