ζαμπόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζαμπόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική jambon < jambe + -on < υστερολατινική gamba < αρχαία ελληνική κάμπη (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kamp-
Προφορά
- ΔΦΑ : /zamˈbon/
Ουσιαστικό
ζαμπόν ουδέτερο άκλιτο
Σύνθετα
Σημειώσεις
Σχηματίζει πληθυντικό εξελληνισμένο: Τα ζαμπόνια.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
