ζαμπόνια

Ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζαμπόνια<ζαμπόν

πτώση πληθυντικός
ονομαστική ζαμπόνια
γενική ζαμπονιών
αιτιατική ζαμπόνια
κλητική ζαμπόνια

Ουσιαστικό

ζαμπόνια ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό

  1. Εξελληνισμένος πληθυντικός του ζαμπόν.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.