σταρχιδιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταρχιδιστής οι σταρχιδιστές
      γενική του σταρχιδιστή των σταρχιδιστών
    αιτιατική τον σταρχιδιστή τους σταρχιδιστές
     κλητική σταρχιδιστή σταρχιδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταρχιδιστής < από την έκφραση στα αρχίδια μου

Ουσιαστικό

σταρχιδιστής αρσενικό, σταρχιδίστρια θηλυκό

  • (χυδαίο) κάποιος που αδιαφορεί πλήρως για τις γνώμες άλλων, που κάνει ό,τι του κατέβει χωρίς να λογαριάσει τις απόψεις των συνανθρώπων του

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.