ζαβολιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαβολιά οι ζαβολιές
      γενική της ζαβολιάς των ζαβολιών
    αιτιατική τη ζαβολιά τις ζαβολιές
     κλητική ζαβολιά ζαβολιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαβολιά < διαβολιά (για τη μετατροπή του δι σε ζ βλέπε και το ζουλώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /za.voˈʎa/

Ουσιαστικό

ζαβολιά θηλυκό

  • (οικείο) η παραβίαση κάποιων κανόνων, συνήθως σε παιχνίδια μεταξύ παιδιών αλλά και γενικότερα στις συναλλαγές και τις ανθρώπινες σχέσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.