zelo

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

zelo < αρχαία ελληνική ζῆλος

Ουσιαστικό

zelo (it) αρσενικό

  1. ζήλος, αφοσίωση σε μια δουλειά
  2. φροντίδα
  3. (μεταφορικά) (ειρωνικό) τι ζήλος!

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.