πάρευνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ πάρευνος | τὸ πάρευνον | οἱ, αἱ πάρευνοι | τὰ πάρευνα |
| Γενική | τοῦ, τῆς παρεύνου | τοῦ παρεύνου | τῶν παρεύνων | τῶν παρεύνων |
| Δοτική | τῷ, τῇ παρεύνῳ | τῷ παρεύνῳ | τοῖς, ταῖς παρεύνοις | τοῖς παρεύνοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν πάρευνον | τὸ πάρευνον | τοὺς, τὰς παρεύνους | τὰ πάρευνα |
| Κλητική | πάρευνε | πάρευνον | πάρευνοι | πάρευνα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παρεύνω | |||
| Γενική-Δοτική | παρεύνοιν | |||
Επίθετο
πάρευνος, -ος, -ον
- που ξαπλώνει στο ίδιο κρεβάτι
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.