εὐαγγελίζομαι
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
εὐαγγελίζομαι
<
εὐαγγέλιον
<
εὐάγγελος
Ρήμα
εὐαγγελίζομαι
φέρνω
καλά
, ευχάριστα
νέα
,
χαρμόσυνα
μηνύματα
Συγγενικά
εὐαγγελιστής
και
ευαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐαγγέλιον
και
ευαγγέλιο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.