επιφυλακτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιφυλακτικότητα οι επιφυλακτικότητες
      γενική της επιφυλακτικότητας των επιφυλακτικοτήτων
    αιτιατική την επιφυλακτικότητα τις επιφυλακτικότητες
     κλητική επιφυλακτικότητα επιφυλακτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιφυλακτικότητα < επιφυλακτικός + -ότητα

Ουσιαστικό

επιφυλακτικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.