ευόδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευόδωση | οι | ευοδώσεις |
| γενική | της | ευόδωσης* | των | ευοδώσεων |
| αιτιατική | την | ευόδωση | τις | ευοδώσεις |
| κλητική | ευόδωση | ευοδώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ευοδώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευόδωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐόδω(σις) + -ση[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /evˈo.ðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ό‐δω‐ση
Αναφορές
- ευόδωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.