ευόδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευόδωση οι ευοδώσεις
      γενική της ευόδωσης* των ευοδώσεων
    αιτιατική την ευόδωση τις ευοδώσεις
     κλητική ευόδωση ευοδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευοδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευόδωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐόδω(σις) + -ση[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /evˈo.ðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευόδωση

Ουσιαστικό

ευόδωση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.