τελεσφόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τελεσφόρηση | οι | τελεσφορήσεις |
| γενική | της | τελεσφόρησης* | των | τελεσφορήσεων |
| αιτιατική | την | τελεσφόρηση | τις | τελεσφορήσεις |
| κλητική | τελεσφόρηση | τελεσφορήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τελεσφορήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τελεσφόρηση < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τελεσφόρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.