ευχαριστήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευχαριστήριος η ευχαριστήρια το ευχαριστήριο
      γενική του ευχαριστήριου της ευχαριστήριας του ευχαριστήριου
    αιτιατική τον ευχαριστήριο την ευχαριστήρια το ευχαριστήριο
     κλητική ευχαριστήριε ευχαριστήρια ευχαριστήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευχαριστήριοι οι ευχαριστήριες τα ευχαριστήρια
      γενική των ευχαριστήριων των ευχαριστήριων των ευχαριστήριων
    αιτιατική τους ευχαριστήριους τις ευχαριστήριες τα ευχαριστήρια
     κλητική ευχαριστήριοι ευχαριστήριες ευχαριστήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευχαριστήριος < (καθαρεύουσα) εὐχαριστήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐχαριστήριος (που εκφράζει ευγνωμοσύνη) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ef.xa.ɾiˈsti.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευχαριστήριος

Επίθετο

ευχαριστήριος, -α, -α

  • χαρακτηρισμός για το μέσο με το οποίο εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας
    ευχαριστήρια επιστολή, ευχαριστήριο τηλεγράφημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.