εὐφορβία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὐφορβίᾱ | αἱ | εὐφορβίαι |
| γενική | τῆς | εὐφορβίᾱς | τῶν | εὐφορβιῶν |
| δοτική | τῇ | εὐφορβίᾳ | ταῖς | εὐφορβίαις |
| αιτιατική | τὴν | εὐφορβίᾱν | τὰς | εὐφορβίᾱς |
| κλητική ὦ! | εὐφορβίᾱ | εὐφορβίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐφορβίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐφορβίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- εὐφορβία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.