ευτροφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευτροφία οι ευτροφίες
      γενική της ευτροφίας των ευτροφιών
    αιτιατική την ευτροφία τις ευτροφίες
     κλητική ευτροφία ευτροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευτροφία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐτροφία < εὔτροφος < εὖ + τρέφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική eutrophication)  δείτε και τη λέξη ευτροφισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ef.tɾoˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευτροφία

Ουσιαστικό

ευτροφία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.