ευρύτερες
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ευρύτερες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευρύτερος
- → δείτε τη λέξη ευρύτερη συγκριτικός βαθμός του ευρεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.