ευρυγώνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευρυγώνιος η ευρυγώνια το ευρυγώνιο
      γενική του ευρυγώνιου της ευρυγώνιας του ευρυγώνιου
    αιτιατική τον ευρυγώνιο την ευρυγώνια το ευρυγώνιο
     κλητική ευρυγώνιε ευρυγώνια ευρυγώνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευρυγώνιοι οι ευρυγώνιες τα ευρυγώνια
      γενική των ευρυγώνιων των ευρυγώνιων των ευρυγώνιων
    αιτιατική τους ευρυγώνιους τις ευρυγώνιες τα ευρυγώνια
     κλητική ευρυγώνιοι ευρυγώνιες ευρυγώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευρυγώνιος < (μεταφραστικό δάνειο) από το γερμανικό weitwinkel ή το γαλλικό grand-angulaire

Επίθετο

ευρυγώνιος , -α, -ο

  • (φωτογραφία) φακός του οποίου η εστιακή απόσταση είναι πολύ μικρότερη από αυτή που έχουν οι συνηθισμένοι φακοί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.