ευπιστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευπιστία | οι | ευπιστίες |
| γενική | της | ευπιστίας | των | ευπιστιών |
| αιτιατική | την | ευπιστία | τις | ευπιστίες |
| κλητική | ευπιστία | ευπιστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευπιστία < (ελληνιστική κοινή) εὐπιστία < αρχαία ελληνική εὔπιστος < εὖ + πίστις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ef.piˈsti.a/
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.