ευνοιοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευνοιοκρατικός | η | ευνοιοκρατική | το | ευνοιοκρατικό |
| γενική | του | ευνοιοκρατικού | της | ευνοιοκρατικής | του | ευνοιοκρατικού |
| αιτιατική | τον | ευνοιοκρατικό | την | ευνοιοκρατική | το | ευνοιοκρατικό |
| κλητική | ευνοιοκρατικέ | ευνοιοκρατική | ευνοιοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευνοιοκρατικοί | οι | ευνοιοκρατικές | τα | ευνοιοκρατικά |
| γενική | των | ευνοιοκρατικών | των | ευνοιοκρατικών | των | ευνοιοκρατικών |
| αιτιατική | τους | ευνοιοκρατικούς | τις | ευνοιοκρατικές | τα | ευνοιοκρατικά |
| κλητική | ευνοιοκρατικοί | ευνοιοκρατικές | ευνοιοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευνοιοκρατικός < ευνοιοκρατία + -ικός
Συγγενικά
- ευνοιοκρατικά
- ευνοιοκρατικώς
- → δείτε τις λέξεις ευνοιοκρατία, εύνοια και κρατώ
Μεταφράσεις
ευνοιοκρατικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.