ευνοιοκρατικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευνοιοκρατικά < ευνοιοκρατικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ev.ni.o.kɾa.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νοι‐ο‐κρα‐τι‐κά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ευνοιοκρατία, εύνοια και κρατώ
Μεταφράσεις
ευνοιοκρατικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ευνοιοκρατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ευνοιοκρατικό) του ευνοιοκρατικός
Πηγές
- ευνοιοκρατικός, ευνοιοκρατικά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.