ευκολοπλησίαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκολοπλησίαστος | η | ευκολοπλησίαστη | το | ευκολοπλησίαστο |
| γενική | του | ευκολοπλησίαστου | της | ευκολοπλησίαστης | του | ευκολοπλησίαστου |
| αιτιατική | τον | ευκολοπλησίαστο | την | ευκολοπλησίαστη | το | ευκολοπλησίαστο |
| κλητική | ευκολοπλησίαστε | ευκολοπλησίαστη | ευκολοπλησίαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκολοπλησίαστοι | οι | ευκολοπλησίαστες | τα | ευκολοπλησίαστα |
| γενική | των | ευκολοπλησίαστων | των | ευκολοπλησίαστων | των | ευκολοπλησίαστων |
| αιτιατική | τους | ευκολοπλησίαστους | τις | ευκολοπλησίαστες | τα | ευκολοπλησίαστα |
| κλητική | ευκολοπλησίαστοι | ευκολοπλησίαστες | ευκολοπλησίαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ευκολοπλησίαστος, -η, -ο
- που προσεγγίζεται εύκολα
- Ήτον ευκολοπλησίαστος εις όλους, πράος, άκακος, γαληνός, και διαλεγόμενος εις όλους με πρόσωπον ήμερον. (Συναξάριον Ιωάννου του Βατάτζη)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ευκολοπλησίαστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.