ευκολοκυβέρνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκολοκυβέρνητος η ευκολοκυβέρνητη το ευκολοκυβέρνητο
      γενική του ευκολοκυβέρνητου της ευκολοκυβέρνητης του ευκολοκυβέρνητου
    αιτιατική τον ευκολοκυβέρνητο την ευκολοκυβέρνητη το ευκολοκυβέρνητο
     κλητική ευκολοκυβέρνητε ευκολοκυβέρνητη ευκολοκυβέρνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκολοκυβέρνητοι οι ευκολοκυβέρνητες τα ευκολοκυβέρνητα
      γενική των ευκολοκυβέρνητων των ευκολοκυβέρνητων των ευκολοκυβέρνητων
    αιτιατική τους ευκολοκυβέρνητους τις ευκολοκυβέρνητες τα ευκολοκυβέρνητα
     κλητική ευκολοκυβέρνητοι ευκολοκυβέρνητες ευκολοκυβέρνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευκολοκυβέρνητος < ευκολο- + κυβερνώ + -τος

Επίθετο

ευκολοκυβέρνητος

  1. που κυβερνιέται εύκολα
  2. ευμεταχείριστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.