ευεργέτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευεργέτημα τα ευεργετήματα
      γενική του ευεργετήματος των ευεργετημάτων
    αιτιατική το ευεργέτημα τα ευεργετήματα
     κλητική ευεργέτημα ευεργετήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευεργέτημα < αρχαία ελληνική εὐεργέτημα ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική bénéfice[1] [2])

Ουσιαστικό

ευεργέτημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

  1. ευεργέτημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ευεργέτημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.