ευαρέσκεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευαρέσκεια οι ευαρέσκειες
      γενική της ευαρέσκειας των ευαρεσκειών
    αιτιατική την ευαρέσκεια τις ευαρέσκειες
     κλητική ευαρέσκεια ευαρέσκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευαρέσκεια < ευ- + αρέσκεια (πβ. αρχαία ελληνική εὐάρεσκος)

Ουσιαστικό

ευαρέσκεια θηλυκό

  1. η ευχαρίστηση ή η (ηθική) ικανοποίηση
    Οι κάτοικοι της επαρχίας ταύτης αφωσιωμένοι εις τα καθεστώτα, και πλήρη έγοντες ευαρέσκειαν διά την οποίαν απολαύουν αφ' ότου ανελαύετε τα ηνία της Κυβερνήσεως ησυχίαν, αποστρέφονται τα ολέθρια κινήματα των ραδιούργων εκείνων... (2/8/1831 *)
  2. η ηθική αμοιβή ή ο έπαινος που εκφράζεται από κάποιον προϊστάμενο ή ανώτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.