ευαναγνωσιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευαναγνωσιμότητα οι ευαναγνωσιμότητες
      γενική της ευαναγνωσιμότητας των ευαναγνωσιμοτήτων
    αιτιατική την ευαναγνωσιμότητα τις ευαναγνωσιμότητες
     κλητική ευαναγνωσιμότητα ευαναγνωσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευαναγνωσιμότητα < ευ- + αναγνωσιμότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική readability)

Ουσιαστικό

ευαναγνωσιμότητα θηλυκό

  • readability στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.