γλωσσολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γλωσσολόγος οι γλωσσολόγοι
      γενική του/της γλωσσολόγου των γλωσσολόγων
    αιτιατική τον/τη γλωσσολόγο τους/τις γλωσσολόγους
     κλητική γλωσσολόγε γλωσσολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλωσσολόγος < γλωσσολογ(ία) + -ος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική linguiste.[1] Αναλύεται σε γλωσσο- + -λόγος

Ουσιαστικό

γλωσσολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) επιστήμονας που ειδικεύεται στην δομή και την ιστορία, εξέλιξη της γλώσσας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.