ετερόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετερόφωνος | η | ετερόφωνη | το | ετερόφωνο |
| γενική | του | ετερόφωνου | της | ετερόφωνης | του | ετερόφωνου |
| αιτιατική | τον | ετερόφωνο | την | ετερόφωνη | το | ετερόφωνο |
| κλητική | ετερόφωνε | ετερόφωνη | ετερόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετερόφωνοι | οι | ετερόφωνες | τα | ετερόφωνα |
| γενική | των | ετερόφωνων | των | ετερόφωνων | των | ετερόφωνων |
| αιτιατική | τους | ετερόφωνους | τις | ετερόφωνες | τα | ετερόφωνα |
| κλητική | ετερόφωνοι | ετερόφωνες | ετερόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ετερόφωνος, -η, -ο
- ο αλλόγλωσσος
- (γραμματικά, γλωσσολογικά, μουσικά) ο ανήκων σε άλλη φωνή
- ο διαφωνών
Μεταφράσεις
ετερόφωνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.