ετερόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόφωνος η ετερόφωνη το ετερόφωνο
      γενική του ετερόφωνου της ετερόφωνης του ετερόφωνου
    αιτιατική τον ετερόφωνο την ετερόφωνη το ετερόφωνο
     κλητική ετερόφωνε ετερόφωνη ετερόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόφωνοι οι ετερόφωνες τα ετερόφωνα
      γενική των ετερόφωνων των ετερόφωνων των ετερόφωνων
    αιτιατική τους ετερόφωνους τις ετερόφωνες τα ετερόφωνα
     κλητική ετερόφωνοι ετερόφωνες ετερόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετερόφωνος < έτερος + φωνή

Επίθετο

ετερόφωνος, -η, -ο

  1. ο αλλόγλωσσος
  2. (γραμματικά, γλωσσολογικά, μουσικά) ο ανήκων σε άλλη φωνή
  3. ο διαφωνών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.