ετεροτοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετεροτοπικός | η | ετεροτοπική | το | ετεροτοπικό |
| γενική | του | ετεροτοπικού | της | ετεροτοπικής | του | ετεροτοπικού |
| αιτιατική | τον | ετεροτοπικό | την | ετεροτοπική | το | ετεροτοπικό |
| κλητική | ετεροτοπικέ | ετεροτοπική | ετεροτοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετεροτοπικοί | οι | ετεροτοπικές | τα | ετεροτοπικά |
| γενική | των | ετεροτοπικών | των | ετεροτοπικών | των | ετεροτοπικών |
| αιτιατική | τους | ετεροτοπικούς | τις | ετεροτοπικές | τα | ετεροτοπικά |
| κλητική | ετεροτοπικοί | ετεροτοπικές | ετεροτοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ετεροτοπικός < ετεροτοπία / ετερότοπος + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heterotopy < αρχαία ελληνική ἕτερος + τόπος
Ουσιαστικό
ετεροτοπικός θηλυκό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την ετεροτοπία ή τον ετερότοπο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ετερότοπος, έτερος και τόπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.