ετεροκίνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετεροκίνητος η ετεροκίνητη το ετεροκίνητο
      γενική του ετεροκίνητου της ετεροκίνητης του ετεροκίνητου
    αιτιατική τον ετεροκίνητο την ετεροκίνητη το ετεροκίνητο
     κλητική ετεροκίνητε ετεροκίνητη ετεροκίνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετεροκίνητοι οι ετεροκίνητες τα ετεροκίνητα
      γενική των ετεροκίνητων των ετεροκίνητων των ετεροκίνητων
    αιτιατική τους ετεροκίνητους τις ετεροκίνητες τα ετεροκίνητα
     κλητική ετεροκίνητοι ετεροκίνητες ετεροκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετεροκίνητος < ετερο- + -κίνητος

Επίθετο

ετεροκίνητος, -η, -ο

  1. που δεν κινείται από μόνος του
  2. βαλτός, που ενεργεί κατ'εντολή τρίτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.