ετεροκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετεροκίνητος | η | ετεροκίνητη | το | ετεροκίνητο |
| γενική | του | ετεροκίνητου | της | ετεροκίνητης | του | ετεροκίνητου |
| αιτιατική | τον | ετεροκίνητο | την | ετεροκίνητη | το | ετεροκίνητο |
| κλητική | ετεροκίνητε | ετεροκίνητη | ετεροκίνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετεροκίνητοι | οι | ετεροκίνητες | τα | ετεροκίνητα |
| γενική | των | ετεροκίνητων | των | ετεροκίνητων | των | ετεροκίνητων |
| αιτιατική | τους | ετεροκίνητους | τις | ετεροκίνητες | τα | ετεροκίνητα |
| κλητική | ετεροκίνητοι | ετεροκίνητες | ετεροκίνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ετεροκίνητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.