εστιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εστιακός | η | εστιακή | το | εστιακό |
| γενική | του | εστιακού | της | εστιακής | του | εστιακού |
| αιτιατική | τον | εστιακό | την | εστιακή | το | εστιακό |
| κλητική | εστιακέ | εστιακή | εστιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εστιακοί | οι | εστιακές | τα | εστιακά |
| γενική | των | εστιακών | των | εστιακών | των | εστιακών |
| αιτιατική | τους | εστιακούς | τις | εστιακές | τα | εστιακά |
| κλητική | εστιακοί | εστιακές | εστιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εστιακός, -ή, -ό
Σύνθετα
Αναφορές
- εστιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.