ερμητισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ερμητισμός | οι | ερμητισμοί |
| γενική | του | ερμητισμού | των | ερμητισμών |
| αιτιατική | τον | ερμητισμό | τους | ερμητισμούς |
| κλητική | ερμητισμέ | ερμητισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερμητισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hermétisme < hermétique < ελληνιστική κοινή ἑρμητής < αρχαία ελληνική Ἑρμῆς
Μεταφράσεις
ερμητισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.