εριουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εριουργία οι εριουργίες
      γενική της εριουργίας των εριουργιών
    αιτιατική την εριουργία τις εριουργίες
     κλητική εριουργία εριουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εριουργία < ελληνιστική κοινή ἐριουργία / έριο + -ουργία

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾi.uɾˈʝi.a/

Ουσιαστικό

εριουργία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.