ἐριουργία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐριουργί αἱ ἐριουργίαι
      γενική τῆς ἐριουργίᾱς τῶν ἐριουργιῶν
      δοτική τῇ ἐριουργί ταῖς ἐριουργίαις
    αιτιατική τὴν ἐριουργίᾱν τὰς ἐριουργίᾱς
     κλητική ! ἐριουργί ἐριουργίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐριουργί
γεν-δοτ τοῖν  ἐριουργίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐριουργία < αρχαία ελληνική ἔριον + ἔργον

Ουσιαστικό

ἐριουργία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.