εργοτάξιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εργοτάξιο | τα | εργοτάξια |
| γενική | του | εργοταξίου & εργοτάξιου |
των | εργοταξίων |
| αιτιατική | το | εργοτάξιο | τα | εργοτάξια |
| κλητική | εργοτάξιο | εργοτάξια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɾ.ɣoˈta.ksi.o/
Ουσιαστικό
εργοτάξιο ουδέτερο
- οι προσωρινές κατασκευές και η εγκατάσταση των μηχανημάτων κ.ά. που απαιτούνται για κάποιο τεχνικό έργο (κατασκευή δρόμου, γέφυρας κ.λπ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.