ερασιτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερασιτεχνία | οι | ερασιτεχνίες |
| γενική | της | ερασιτεχνίας | των | ερασιτεχνιών |
| αιτιατική | την | ερασιτεχνία | τις | ερασιτεχνίες |
| κλητική | ερασιτεχνία | ερασιτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερασιτεχνία < ἐρασιτεχνία, (μαρτυρείται από το 1887).[1] < ερασιτέχν(ης) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amateurisme)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɾa.si.teˈxni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρα‐σι‐τε‐χνί‐α
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ερασιτέχνης
Μεταφράσεις
ερασιτεχνία
|
Αναφορές
- σελ. 408, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.