επωφελούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επωφελούμενος | η | επωφελούμενη | το | επωφελούμενο |
| γενική | του | επωφελούμενου | της | επωφελούμενης | του | επωφελούμενου |
| αιτιατική | τον | επωφελούμενο | την | επωφελούμενη | το | επωφελούμενο |
| κλητική | επωφελούμενε | επωφελούμενη | επωφελούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επωφελούμενοι | οι | επωφελούμενες | τα | επωφελούμενα |
| γενική | των | επωφελούμενων | των | επωφελούμενων | των | επωφελούμενων |
| αιτιατική | τους | επωφελούμενους | τις | επωφελούμενες | τα | επωφελούμενα |
| κλητική | επωφελούμενοι | επωφελούμενες | επωφελούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επωφελούμενος < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επωφελούμαι
Μετοχή
επωφελούμενος, -η, -ο
- αποδέκτης οφέλους
- Ο Κάρολος, επωφελούμενος της ανωμάλου ταύτης καταστάσεως, έπεμψεν (1277) εις Πτολεμαϊδα τον Ρογήρον του Αγίου-Σεβερίνου (Roger de Saint-Sένérin), όστις βοηθούμενός υπό των Ναϊτών κατώρθωσε να γένηται μετ' ου πολύ κύριος της (Ιστορία της νήσου Κύπρου από της αγγλικής κατοχής μέρι σήμερον: μετά εισαγωγής περιλαμβανούσης βραχείαν περιγραφήν της όλης ιστορίας αυτής , τ. 1, Φίλιος Ζαννέτος, τυπ. Φιλοκαλίας, 1910 σελ. 723)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.