ἐπωτίδες
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | αἱ | ἐπωτίδες |
| γενική | τῶν | ἐπωτίδων |
| δοτική | ταῖς | ἐπωτίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὰς | ἐπωτίδᾰς |
| κλητική ὦ! | ἐπωτίδες | |
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Πηγές
- ἐπωτίδες - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπωτίδες, ἐπωτίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.