επωδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επωδή | οι | επωδές |
| γενική | της | επωδής | των | επωδών |
| αιτιατική | την | επωδή | τις | επωδές |
| κλητική | επωδή | επωδές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επωδή < αρχαία ελληνική ἐπῳδή
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.poˈði/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.