επιφορτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιφορτίζω < αρχαία ελληνική ἐπιφορτίζω (παραφορτώνω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική charger)
Ρήμα
επιφορτίζω (παθητική φωνή: επιφορτίζομαι)
- αναθέτω, συνήθως την ευθύνη για τη διεκπεραίωση κάποιας εργασίας
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιφορτίζω | επιφόρτιζα | θα επιφορτίζω | να επιφορτίζω | επιφορτίζοντας | |
| β' ενικ. | επιφορτίζεις | επιφόρτιζες | θα επιφορτίζεις | να επιφορτίζεις | επιφόρτιζε | |
| γ' ενικ. | επιφορτίζει | επιφόρτιζε | θα επιφορτίζει | να επιφορτίζει | ||
| α' πληθ. | επιφορτίζουμε | επιφορτίζαμε | θα επιφορτίζουμε | να επιφορτίζουμε | ||
| β' πληθ. | επιφορτίζετε | επιφορτίζατε | θα επιφορτίζετε | να επιφορτίζετε | επιφορτίζετε | |
| γ' πληθ. | επιφορτίζουν(ε) | επιφόρτιζαν επιφορτίζαν(ε) |
θα επιφορτίζουν(ε) | να επιφορτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιφόρτισα | θα επιφορτίσω | να επιφορτίσω | επιφορτίσει | ||
| β' ενικ. | επιφόρτισες | θα επιφορτίσεις | να επιφορτίσεις | επιφόρτισε | ||
| γ' ενικ. | επιφόρτισε | θα επιφορτίσει | να επιφορτίσει | |||
| α' πληθ. | επιφορτίσαμε | θα επιφορτίσουμε | να επιφορτίσουμε | |||
| β' πληθ. | επιφορτίσατε | θα επιφορτίσετε | να επιφορτίσετε | επιφορτίστε | ||
| γ' πληθ. | επιφόρτισαν επιφορτίσαν(ε) |
θα επιφορτίσουν(ε) | να επιφορτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιφορτίσει | είχα επιφορτίσει | θα έχω επιφορτίσει | να έχω επιφορτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιφορτίσει | είχες επιφορτίσει | θα έχεις επιφορτίσει | να έχεις επιφορτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιφορτίσει | είχε επιφορτίσει | θα έχει επιφορτίσει | να έχει επιφορτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιφορτίσει | είχαμε επιφορτίσει | θα έχουμε επιφορτίσει | να έχουμε επιφορτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιφορτίσει | είχατε επιφορτίσει | θα έχετε επιφορτίσει | να έχετε επιφορτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιφορτίσει | είχαν επιφορτίσει | θα έχουν επιφορτίσει | να έχουν επιφορτίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.