επιφόρτιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιφόρτιση | οι | επιφορτίσεις |
| γενική | της | επιφόρτισης* | των | επιφορτίσεων |
| αιτιατική | την | επιφόρτιση | τις | επιφορτίσεις |
| κλητική | επιφόρτιση | επιφορτίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιφορτίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιφόρτιση < επιφορτίζω + -ση
Μεταφράσεις
επιφόρτιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.