επιτύμβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιτύμβιος | η | επιτύμβια | το | επιτύμβιο |
| γενική | του | επιτύμβιου | της | επιτύμβιας | του | επιτύμβιου |
| αιτιατική | τον | επιτύμβιο | την | επιτύμβια | το | επιτύμβιο |
| κλητική | επιτύμβιε | επιτύμβια | επιτύμβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιτύμβιοι | οι | επιτύμβιες | τα | επιτύμβια |
| γενική | των | επιτύμβιων | των | επιτύμβιων | των | επιτύμβιων |
| αιτιατική | τους | επιτύμβιους | τις | επιτύμβιες | τα | επιτύμβια |
| κλητική | επιτύμβιοι | επιτύμβιες | επιτύμβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιτύμβιος < αρχαία ελληνική ἐπιτύμβιος < ἐπί + τύμβος
Επίθετο
επιτύμβιος, -α, -ο
- (αρχαιολογία) που έχει σχέση με τύμβο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τοποθετούταν πάνω σ’ αυτόν
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τύμβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.