permit
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| permit | permits |
permit (en)
- η άδεια, ένα επίσημο έγγραφο που δίνει σε κάποιον το δικαίωμα να κάνει κάτι, ειδικά για περιορισμένο χρονικό διάστημα
- ↪ No home building permits will be given for these areas.
- Δεν θα δοθούν άδειες οικοδομής οικιών σε αυτές τις περιοχές.
- ↪ No home building permits will be given for these areas.
Ρήμα
| ενεστώτας | permit |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | permits |
| αόριστος | permitted |
| παθητική μετοχή | permitted |
| ενεργητική μετοχή | permitting |
permit (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι ή επιτρέπω να συμβεί κάτι
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτρέπω, δίνω τη δυνατότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.