επισκευαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επισκευαστής οι επισκευαστές
      γενική του επισκευαστή των επισκευαστών
    αιτιατική τον επισκευαστή τους επισκευαστές
     κλητική επισκευαστή επισκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισκευαστής < αρχαία ελληνική ἐπισκευαστής

Ουσιαστικό

επισκευαστής αρσενικό (θηλυκό: επισκευάστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.