επισκευάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκευάστρια οι επισκευάστριες
      γενική της επισκευάστριας των επισκευαστριών
    αιτιατική την επισκευάστρια τις επισκευάστριες
     κλητική επισκευάστρια επισκευάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισκευάστρια < επισκευαστής + -τρια

Ουσιαστικό

επισκευάστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.