fabrication

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
fabrication fabrications

Ουσιαστικό

fabrication (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η επινόηση, οι ψευδείς πληροφορίες που επινοούνται για να εξαπατήσουν τους ανθρώπους
    The accusation was a pure fabrication.
    Η κατηγορία ήταν καθαρή επινόηση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη lie

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

fabrication (fr) θηλυκό (πληθυντικός fabrications)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.