επινίκιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επινίκιος η επινίκια το επινίκιο
      γενική του επινίκιου της επινίκιας του επινίκιου
    αιτιατική τον επινίκιο την επινίκια το επινίκιο
     κλητική επινίκιε επινίκια επινίκιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επινίκιοι οι επινίκιες τα επινίκια
      γενική των επινίκιων των επινίκιων των επινίκιων
    αιτιατική τους επινίκιους τις επινίκιες τα επινίκια
     κλητική επινίκιοι επινίκιες επινίκια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επινίκιος < αρχαία ελληνική ἐπινίκιος < ἐπί + νίκη

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈni.ci.os/

Επίθετο

επινίκιος, -ια, -ιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.